- ἐπιθῡμίς
- ἐπι-θῡμίς, ίδος, ἡ, (1) ein Blumenkranz, den man um den Hals wand, um seinen Wohlgeruch einzuatm. (2) Pflanze, Thymian
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επιθυμίς — ἐπιθυμίς, ή (Α) 1. υποθυμίς*, άνθινο στεφάνι που φορούσαν, συνήθως στα συμπόσια, γύρω από τον λαιμό, για να απολαμβάνουν εντονότερα το άρωμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιθυμίδες τὰ παντοδαπὰ στεφανώματα, ἅ τὰς γυναῖκας φορεῖν, οὕτω καλεῖσθαι» 3. το… … Dictionary of Greek
ἐπιθυμίς — wreath of flowers fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμίδας — ἐπιθυμίς wreath of flowers fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμίδες — ἐπιθυμίς wreath of flowers fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)